Η δική μου σούπερ γιαγιά
Πάντα ο αποχαιρετισμός ενός ανθρώπου της οικογένειάς σου είναι δύσκολος…
Οι τελευταίες μέρες είναι λίγο δύσκολες. Από τη μία ο κορωνοϊός που θυμήθηκε να μου χτυπήσει την πόρτα μετά από τρία χρόνια. Για να είμαι ειλικρινής πίστεψα πια ότι δεν θα κολλήσω ποτέ. Από την άλλη, η απώλεια της γιαγιάς μου. Κάνοντας τον συνδυασμό των δύο, νομίζω ότι το νέο έτος μπήκε με… φόρα στην καθημερινότητά μου!
Βέβαια, τα παραπάνω συμβάντα φρόντισαν να μου υπενθυμίσουν γιατί η υγεία είναι πάνω απ’ όλα και δεν σηκώνει «μαγκιές». Θα αναρωτηθεί κάποιος, αντί να πενθεί, αυτός γράφει κείμενο; Η απάντηση είναι σύνθετη. Καταρχάς, η γραφή με βοηθάει να ξεθολώνω το μυαλό μου. Την ίδια στιγμή, καθρεφτίζει το «μέσα» μου. Και όπως στην ψυχοθεραπεία, έτσι και στον γραπτό λόγο, κάθε αρχή για να αντιμετωπίσεις ένα θέμα είναι ο καθρέφτης.
Οι γιαγιάδες είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ελληνική οικογένεια, για πολλούς και διάφορους λόγους. Πόσω μάλλον η δική μου γιαγιά, που ήταν ολίγον τι τσαούσα! Χήρα από τα 30 της, σε εποχές πολύ σκληρές, με τρία παιδιά και ένα στην κοιλιά όταν πέθανε ο παππούς. Κρίνοντας από τον χαρακτήρα του πατέρα μου και των θείων μου, καλά τα κατάφερε.
Θα σταθώ περισσότερο στο τσαούσα, αυτό θα ήθελε και εκείνη, διότι η τρυφερή της πλευρά δεν ήταν προς διαφήμιση. Άλλωστε, δεν αποτελούσε το κλασικό πρότυπο γιαγιάς, ήταν πιο σκληρή. Οι «καλτ» ιστορίες που την συνοδεύουν και θα την συνοδεύουν στο θυμικό της οικογένειας μας είναι πολλές. Από μαλλιοτραβήγματα για την υπεράσπιση των παιδιών και της γειτονιάς έως τους τσακωμούς για μία ελιά.
Μέσα από τις διηγήσεις των ιστοριών αυτών μπορεί να καταλάβει εύκολα κάποιος τον τρόπο που μεγάλωσε μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων. Από την κακία που υπάρχει εν τέλει διαχρονικά μέχρι την ανιδιοτελή αγάπη που είχαν οι άνθρωποι εκείνων των εποχών.
Κάνοντας ένα ταξίδι στον χρόνο δεν γίνεται να ξεχάσω την κασέτα με τον Τάσο Μπουγά που έπαιζε σταθερά στο κόκκινο Fordάκι. Μάλιστα, η ρημάδα ξεκινούσε πάντα με το «Έλα στον παππού». Τα μπινελίκια αν κάποιος δεν της έδινε προτεραιότητα στον δρόμο. Τους λουκουμάδες στην παραλία κάθε μέρα το καλοκαίρι και τις μάχες με τον πωλητή για να παίρνει τους φρέσκους.
Τις βραδινές βόλτες στο χωριό, που συνοδεύονταν από τους ίδιους διαλόγους με τις αδερφάδες της. Την αγωνία στον σεισμό του ’99 για να δει αν όλοι είμαστε καλά. Τα ατελείωτα φαγοπότια στις γιορτές και τον τσάμικο της. Το τελευταίο μπορεί κάλλιστα να γίνει πορτρέτο.
Η γιαγιά δεν χόρευε τα πάντα, μονάχα έναν τσάμικο. Την Ιτιά. Κάθε μα κάθε χρόνο στην γιορτή της έριχνε τις σβούρες της και στους γάμους των εγγονιών της, με αυτό μας τίμησε. Εν τέλει, αν ανοίξεις το κουτί με τις θύμησες δεν μπορείς να σταματήσεις. Αχ βρε γιαγιά… Κοίτα να τους χορέψεις καλά εκεί που πας.
Υ.Γ: Να δείχνετε αγάπη στους δικούς σας ανθρώπους και να τους μιλάτε, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα έρθει το τέλος και αν θα προλάβουμε να τους πούμε όλα εκείνα που νιώθουμε.
Εις το επανιδείν
Ακούστε το τελευταίο επεισόδιο του Sports Journeys, αλλά και όλα τα επεισόδια των δύο κύκλων, εδώ.
Photo Credits: Dreamstime.com
Σχολίασε