Περί μπάλας και εθνικής υπερηφάνειας – Ευρωμπάσκετ 2022

Προσοχή! Ακολουθεί αιρετικό κείμενο.

Γράφει ο Άγγελος Αναστασόπουλος

A, και μια και θίξαμε το θέμα του συντάκτη, κάντε μου μια χάρη. Αν θέλετε να απευθυνθείτε σε εμένα στα σχόλια, αναφέρετέ με χρησιμοποιώντας το όνομά μου, για να καταλάβω ότι όντως έχετε διαβάσει το κείμενο. Ή έστω να βρούμε κάτι συνθηματικό, αν αρνείστε να προφέρετε έστω το βδελυρό αυτό όνομα. Ας πούμε, αποκαλέστε με «ρε μάστορα». Τα «εσύ ο αρθρογράφος» θα προσπερνιούνται, καθώς θα θεωρώ ότι ποτέ δεν ανοίξατε το κείμενο και δεν δώσατε κλικ στο σάιτ των παιδιών. Και τα κλικ για τα σάιτ είναι ό,τι το χειροκρότημα για τους καλλιτέχνες: μια ανούσια αλλά απαραίτητη ένεση αυτοπεποίθησης.

Συγγνώμη για τη μεγάλη εισαγωγή. Υπόσχομαι ότι θα μπω σύντομα στο θέμα, όμως σε προηγούμενο άρθρο μου μού δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι κάποιοι ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν όσα έλεγα πριν στείλουν τα χαιρετίσματά τους στη μανούλα μου. Οπότε είμαστε ξηγημένοι, έτσι; Ευχές για ψόφους απολύτως αποδεκτές, αλλά μόνο αν με αποκαλέσετε με το όνομά μου, ή με το συμφωνηθέν συνθηματικό.

Αυτάαααα. Τι άλλα νέα; Γιατί είμαι εδώ, ε; Ήταν πάλι τρία σχόλια που με έκαναν να πιάσω πληκτρολόγιο βραδιάτικα. Στο ένα δεν μπορώ να απαντήσω. Ο μάστορας (είδατε πώς γίνεται;) εξέφρασε απλά τη διαφωνία του (και τη βεβαιότητά του ότι έγραφα υπό την επήρεια αλκοόλ). Δεν είπε όμως με ποιο σημείο του κειμένου «Τάιλερ ημίχρονο, Γιάννης τελικό» διαφωνούσε. Ο άλλος ακούμπησε στην καρδούλα μου. Αναρωτήθηκε κατά πόσο θα έπρεπε να αισθανθούμε περήφανοι αν δέκα Πακιστανοί έπαιζαν στην Εθνική. Εδώ ανοίγει μεγάλη κουβέντα. Πάρα πολύ μεγάλη κουβέντα. Όσο για το τρίτο σχόλιο, το αφήνω για το τέλος, γιατί εκεί έχω να πω πολλά. Ίσως επειδή ήταν το σχόλιο που έγινε με τον πιο καλόβουλο τρόπο. Αλλά είπαμε. Θα φτάσουμε και εκεί. 

Περί μπάλας και εθνικής υπερηφάνειας

Θα ένιωθα άραγε περήφανος αν δέκα Πακιστανοί έπαιζαν στην Εθνική Ελλάδας; Όχι. Όχι, δεν θα ένιωθα. Πριν με λιθοβολήσετε ως υποκριτή, πρέπει να εξηγήσω. Δεν νιώθω περήφανος για καμία εθνική ομάδα. Δεν πά’ να παίζουν έξι Μολδαβοί. Δεν πα’ να παίζουν ογδόντα απόγονοι των αρχαίων ημών. Δεν πά’ να παίζουν ένας Γερμανός, ένας Ιταλός κι ένας Πόντιος.

Υποστηρίζω με θέρμη τις εθνικές ομάδες. Σε αυτό το οικόπεδο του κόσμου μου ’λαχε να γεννηθώ. Αυτήν την (πανέμορφη) γλώσσα μιλώ, αυτήν την (απαράδεκτη) κουλτούρα έχω στο πετσί μου. Αυτή είναι η πατρίδα μου και για αυτό τα βρόντηξα όλα και επέστρεψα μετά από χρόνια στο εξωτερικό. Από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα, γιατί ανήκω εδώ, που λέει κι ο Πορτοκάλογλου.

Αλλά να νιώσω εθνικά υπερήφανος επειδή η κεφαλιά του Χαριστέα έστειλε την μπάλα στα δίχτυα; Όχι δα. Επειδή ο Διαμαντίδης το ’βαλε, το αγόρι μου; Μπα. Επειδή το ακόντιο της Ελίνας Τζένγκο ταξίδεψε λίγο παραπάνω στον αέρα; Ε, όχι. Θα το χαρώ, θα πανηγυρίσω, θα βγω στην Ομόνοια να πατήσω σύριγγες και αδηφάγες κάμπιες, αλλά ως εκεί. Με τον ίδιο τρόπο θα έβγαινα, λογικά μεθυσμένος, στα Λιοντάρια αν ο Εργοτέλης κέρδιζε το Πρωτάθλημα (λέμε τώρα).

Γενικά η έννοια της εθνικής περηφάνιας μού προκαλεί φαγούρα. Είμαι περήφανος για όσα έχω καταφέρει εγώ. Με την αξία μου. Για τίποτα άλλο. Είμαι περήφανος που έχω καταφέρει να είμαι ανεξάρτητος και να μην βαρύνω κανέναν. Όχι επειδή οι πρόγονοί μου έκαναν οικογένεια στην Ελλάδα. Δεν είμαι περήφανος για τον ελληνικό ήλιο και τις θάλασσες. Είμαι περήφανος που με τη δουλειά μου μπορώ να τα απολαμβάνω κάθε καλοκαίρι. Και αυτό με οδηγεί στο επόμενο σημείο που θέλω να θίξω.

Για ποια πατρίδα;

Πόσοι «πραγματικοί» Έλληνες παίζουν στην Εθνική του μπάσκετ; Ανάλογα με τον ποιον θα ρωτήσετε, θα απαντήσει από δώδεκα ως επτά. Η Ελίνα Τζένγκο νιώθει περισσότερο Αλβανίδα ή Ελληνίδα; Δεν θέλω να μιλήσω εκ μέρους της, δεν το γνωρίζω το κορίτσι. Αλλά πιστεύω πως η Ελίνα νιώθει περισσότερο Ελίνα. Αυτά τα «παίξτε για την πατρίδα» και τα «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» δεν είναι απαραίτητα. Προς Θεού. Δεν λέω ότι η Πατουλίδου το 1992 δεν το εννοούσε. Ένιωθε ότι εκπροσωπεί μια χώρα και μπράβο της. Αλλά δεν ήταν υποχρεωμένη.

Ξεχάστε για μια στιγμή το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ των ανδρών. Θυμάμαι σαν τώρα την εθνική μπάσκετ των γυναικών, στο Ευρωμπάσκετ του 2017. Τα κορίτσια έφτασαν στην τέταρτη θέση. Δεν έγιναν ποτέ πρωτοσέλιδο. Κι αν γίνονταν, θα ήταν από εφημερίδες που τις αγνοούσαν για όλη τους τη ζωή πλην αυτού του ενός τετάρτου γουορχολικής φήμης. Δέχθηκαν συγχαρητήρια από φορείς και παράγοντες που πήγαν να κλέψουν κάτι κι από εκεί. Όπως η Κορακάκη, που προπονείται σε ένα στάβλο. Όπως αυτό το μοναδικό πλάσμα, ο Τεντόγλου, που έβαλε μέσα τους δικούς του για να κάνει πρωταθλητισμό. Όπως η Ντρισμπιώτη που δουλεύει στο τσιπουράδικο και ντρέπομαι που ομολογώ ότι δεν τη γνώριζα μέχρι φέτος.

Αυτό είχα πει τότε, από άλλο μετερίζι, στα κορίτσια του μπάσκετ. Στην Κοσμά, στην Καλτσίδου, στη Σταμάτη, στη Σπανού, στη Λύμουρα, στη μεγάλη Μάλτση. Για καμιά πατρίδα, κοπελάρες μου. Για εσάς και αυτούς που σας αγαπάνε. Κερδίστε για πάρτη σας. Το αν χαρούμε για εσάς (που θα χαρούμε), είναι δικό μας θέμα.

Το τρίτο σχόλιο

Το τρίτο σχόλιο ήρθε με προσωπικό μήνυμα. Ήλπιζα να το αναρτήσει και στον τοίχο της σελίδας στο Facebook, γιατί ήταν όντως καλόβουλο. «Με όλο το σεβασμό, δεν θεωρείτε πως πρέπει μία Εθνική να αποτελείται από Έλληνες; Δεν είναι πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας;»

Δεν ήξερα πώς να απαντήσω; Να πω ότι οι μετανάστες είναι κομμάτι της κοινωνίας μας, είτε το θέλουμε είτε όχι; Να πω ότι μία ομάδα μπάσκετ είναι ούτως ή άλλως ένας κάκιστος τρόπος να δεις μια κοινωνία, αφού ο πιο κοντός είναι γίγαντας σε σχέση με τον μέσο όρο; Ή να χρησιμοποιήσω τις σπουδές μου; Το δεύτερο μήνυμα του εν λόγω αναγνώστη με έβγαλε από το δίλημμα. «Αν πούμε ότι το έθνος (σ.σ. εννοεί κράτος, αλλά το ίδιο ακριβώς λάθος έκανε και ο Μακρυγιάννης, πράγμα ταιριαστό με το μήνυμα) γεννήθηκε το 1821, ποια ήταν η εικόνα του Έλληνα; Ή και το 1940». Σίγουρα θα χρησιμοποιήσω τις σπουδές μου.

Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνισμού λοιπόν, έτσι; Μόνο που το 1821, στο χώρο που σήμερα λέμε Ελλάδα ζούσαν Έλληνες, ζούσαν Αρβανίτες, ζούσαν Σέρβοι, ζούσαν Βλάχοι, ζούσαν Εβραίοι, ζούσαν Βούλγαροι. Όλες μοναδικές εθνοτικές οντότητες. Έλληνες και Αρβανίτες πολέμησαν μαζί, κι ας μη μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Ανάμεσά τους Έλληνες μουσουλμάνοι, μην το ξεχνάμε, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Στη Θεσσαλονίκη, οι Έλληνες ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εθνική ομάδα. Πίσω από τους Εβραίους και ελάχιστα μπροστά από τους Βούλγαρους, σε απόλυτους αριθμούς. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, οι Βούλγαροι εκτοπίστηκαν και οι Εβραίοι αφομοιώθηκαν, δημιουργώντας την ιδιότητα του Έλληνα Εβραίου. Μόνο τον 20ό αιώνα άρχισε αυτός ο λαός να θεωρεί τη θρησκευτική ταυτότητα ως διαφορετική της εθνικής. Κι ήταν η καταδίκη των Εβραίων της Ελλάδας (και όχι μόνο), αφού σφαγιάστηκαν χωρίς έλεος μερικές δεκαετίας μετά. Πόσο μεγάλη ήταν η εβραϊκή μειονότητα; Τόσο μεγάλη που η Θεσσαλονίκη ονομάστηκε «μάνα του Ισραήλ».

Αλλά πολύ το σοβαρέψαμε. Αν έχετε διαβάσει ως εδώ, σας ευχαριστώ πολύ. Θα έπρεπε να σας βρω νέο συνθηματικό για τα σχόλια, αλλά θα περιπλέξω πολύ την κατάσταση και ήδη τα έχω κάνει κουλουβάχατα.

Οπότε καλύτερα να συνοψίσω. Όχι, δεν αισθάνομαι περήφανος για την Εθνική του Γιάννη και του «καθαρόαιμου» Σλούκα. Αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι βαθιά αγάπη και θαυμασμό. Αλλά από αύριο, είτε κερδίσουν είτε χάσουν, θα είμαι πάλι ο μάστορας ο Άγγελος Αναστασόπουλος, που ζει σε ένα δυαράκι στη Μεταμόρφωση και αισθάνεται περήφανος για αυτό.

Photo Credits: fiba.basketball.com