Πυρετός – Γκάλης, σημειώσατε διπλό

Γράφει ο Άγγελος Αναστασόπουλος

Όταν ο Γκάλης πετούσε ανάμεσα από τους Ρώσους και έκανε την Ελλάδα να τραγουδάει… τιρινίνι, εγώ ήμουν μωρό στην κούνια κι έκλαιγα έντρομος από τον πανικό που δημιουργούσαν οι πανηγυρισμοί στην Πατησίων. Όταν επιδόθηκε σε διαγωνισμό σκοραρίσματος με τον ΜάκΑντου στη Γάνδη, εγώ ακόμα έτρωγα φρουτόκρεμες. Όταν το βροχερό απόγευμα της 18ης Οκτωβρίου του 1994 άφησε το μπάσκετ, με τους δικούς του όρους, στο Μετς, εγώ λογικά έκανα σουτάκια στη μίνι μπασκέτα του δωματίου μου, φορώντας τη φανέλα των Γουόριορς, με το όνομα του Τιμ Χάρνταγουεϊ.

Τι σας νοιάζουν όλα αυτά, μπορεί να ρωτάτε. Πρώτον, αυτό είναι αγένεια. Εγώ σας ανοίγω την ψυχή μου εδώ. Και δεύτερον, θέλω να εξηγήσω ότι η γενιά μου είναι κάπως παραπλανημένη. Λέμε ότι μεγαλώσαμε με τον Γκάλη, αλλά λέμε ψέματα στους εαυτούς μας. Μεγαλώσαμε με διηγήσεις για τον Γκάλη. Μεγαλώσαμε με επιλεγμένες στιγμές να παίζουν στη βιντεοκασέτα. Η εικόνα έσπαγε στο καταπληκτικό λέι απ ανάμεσα σε Σολοθάμπαλ και Σαν Επιφάνιο. Ποιος ξέρει πόσες φορές γύρισα πίσω το βίντεο για να το δω και να το ξαναδώ; Πόσο να αντέξει η παντέρμη η μαγνητοταινία;

Η γενιά μου μεγάλωσε με το μύθο του Γκάλη. Δεν τον είδαμε ποτέ πραγματικά. Είδαμε τον Τζόρνταν, είδαμε τον Φάνη, είδαμε τον Γιαννάκη να σέρνει ένα κορμί χωρίς γόνατα στους Ολυμπιακούς του 1996. Ο Γκάλης είναι ιερό τοτέμ, όμως ο προσωπικός μου μπασκετικός έρωτας είναι πάντα ο Γιαννάκης.

Σύμφωνοι, οι μεγαλύτεροι που τον έζησαν περισσότερο καταλαβαίνουν πιο καλά τι σημαίνει Γκάλης. Αλλά νομίζω ότι το μέγεθος του μύθου του φανερώνεται διπλά και τρίδιπλα όταν τον αναγνωρίζουν στο δρόμο παιδιά που δεν είχαν γεννηθεί καν όταν μπήκε σε εκείνο το ταξί στη Μάρκου Μουσούρου, το 1994. Ο Γκάλης δεν είναι ο κορυφαίος Έλληνας μπασκετμπολίστας. Είναι ο θεός του μπάσκετ. Άλλωστε, το σύνθημα δεν έλεγε «τι την έκανε την μπάλα ο άνθρωπος». Έλεγε «τι την έκανε την μπάλα ο θεός»; Τη γυρνάει, τη γυρνάει…

Εισιτήριο από τα ακριβά

Όταν ανακοινώθηκε ότι στο φιλικό της Ελλάδας με τη Σλοβενία η ΕΟΚ θα βραβεύσει τον Γκάλη, ήξερα ότι δεν πρόκειται να λείπω. Το κλειστό του ΟΑΚΑ ακόμα λέγεται Nick Gallis Hall. Για λίγο ακόμα. Εκεί μέσα ήθελα όσο τίποτα να είμαι ένας από τους 20.000 νοματαίους που θα τραγουδήσουν «κι εσύ Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι». Να δω την Εθνική. Κι ας λένε μερικοί μερικοί ότι φέρνω γούρι μόνο στους αντιπάλους της Ελλάδας. Ταμείο θα κάνουμε το Σεπτέμβρη.

Πήρα αμέσως εισιτήριο. Από τα ακριβά. Να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται. Να μπορώ να μετρήσω τις ρυτίδες στο μέτωπο ενός ανθρώπου που είναι στην ηλικία της μάνας μου, αλλά έχω στο μυαλό μου ως εικοσάρη πιτσιρικά, που μόλις μετακόμισε από το Νιου Τζέρσεϊ στη Θεσσαλονίκη για να μάθει στην Ελλάδα μπάσκετ.

Ο Γκάλης άλλαξε τη μοίρα μας. Άλλαξε το μπάσκετ μας. Άλλαξε τα σπορ μας. Άλλαξε την αθλητική μας κουλτούρα. Κι αν πού και πού (και ίσως πιο συχνά) παρεκτρεπόμαστε από το ιερό σου Ευαγγέλιο, συγχώρα μας, Νικ. Άνθρωποι είμαστε. Δεν είμαστε εσύ.

Πυρετός; Όχι πάλι

Τρίτη 1 Αυγούστου, 19:30. Ακριβώς 72 ώρες πριν το ματς. Το θερμόμετρο έγραφε 38,7. Γιατί σε εμένα; Γιατί πάλι;

Ήταν Σεπτέμβρης του 2015, στο Χίλβερσουμ της Ολλανδίας. Το Johann Cruyff Foundation είχε το ετήσιο ματς του για τους συνεργάτες του προγράμματος. Η εταιρία όπου δούλευα ήταν ανάμεσα σε αυτούς. Με είχαν καλέσει να πάω να παίξω μπάλα με τον Κρόιφ. Με τον ίδιο τον Κρόιφ. Το πρωί ξύπνησα με πυρετό. Του χρόνου, είπα. Του χρόνου… Δεν υπήρχε του χρόνου. Ο μεγάλος Γιόπι πέθανε το Μάρτη του 2016.

Δεν ξέρω αν θα έχω άλλη ευκαιρία να φωνάξω στον Νικ πόσο τον αγαπώ. Είναι και ακριβοθώρητος. Από τη στιγμή που δεν είναι τίποτα κολλητικό (έχω τη βεβαίωση του γιατρού περί αυτού) θα χαπακωθώ και θα πάω. Θα γεμίσω το κορμί ηλεκτρολύτες. Πλέον έχω από δαύτους στο σπίτι. Μου στέρησε τη συνάντηση με ένα θρύλο ο οργανισμός μου. Δεν θα κερδίσει ξανά.