Μés que un club, No

Μετά από μία μικρή αποχή από την ποδοσφαιρική επικαιρότητα, ήγγικεν η ώρα της επιστροφής, ελέω Μπαρτσελόνα.

Η αρχική απόφαση του Λιονέλ Μέσι -η τελική δεν έχει παρθεί- να αποχωρήσει έπειτα από 17 χρόνια ανιδιοτελούς προσφοράς στην Μπαρτσελόνα, τάραξε συθέμελα ολόκληρο το οικοδόμημα του ισπανικού ποδοσφαίρου. Οχι μόνο της Μπαρτσελόνα! Διόλου τυχαίως ο μελιστάλαχτος λόγος του Σέρχιο Ράμος, αλλά και η στάση της La Liga επί του θέματος. Ας αντικρίσουμε όμως πρώτα αποστασιοποιημένα τη γενικότερη κατάσταση στον χώρο, προτού καταλήξουμε στο φλέγον ζήτημα.

Η ρότα που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το ποδόσφαιρο έχει αφαιρέσει σε μεγάλο ποσοστό, τουλάχιστον στο δικό μου συναισθηματικό κόσμο, τη φαιά ουσία του. Τα εκατομμύρια που δαπανώνται στο μεταγραφικό «παράθυρο» -χειμερινό, θερινό- διαμορφώνουν μια εικόνα πολύ τεχνοκρατική! Οσο άσχημο κι αν ακουστεί, κανένα ζευγάρι ποδιών ή χεριών δεν αξίζει 700 εκατομμύρια ευρώ! Πρόκειται για χρήματα, που αν διατεθούν προς όφελος των… κοινών θνητών μίας χώρας, αλλάζουν τις ισορροπίες προς το καλύτερο!

Για να το θέσω λίγο πιο ωμά. Το ποδόσφαιρο βαδίζει στα χνάρια του χρηματιστηρίου, με το «κραχ» να πλησιάζει και μάλιστα θα κάνει τεράστιο κρότο. Το παγκόσμιο οικονομικό limit up που σημειώνει το άθλημα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες-απαιτήσεις της αγοράς. Μιλάμε για το σπορ με τη μεγαλύτερη λαϊκή οπαδική βάση, την οποία όσο περνάει ο καιρός τα μεγάλα πορτοφόλια εκφυλίζουν, ζητώντας υπέρογκα ποσά για εισιτήρια, συνδρομές, φανέλες κ.ο.κ.

Πέραν τούτου, σκεφτείτε πόσοι γονείς έχουν οδηγηθεί μόνο και μόνο από τον παρά, στη λογική να πιέσουν τα παιδιά τους να γίνουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, αφαιρώντας την παιδικότητά τους. Εντάξει, η πολυπλοκότητα του τελευταίου είναι μεγαλύτερη, ωστόσο αποτελεί παράδειγμα. Κάπου εδώ, ας βάλουμε στην κουβέντα τον Μέσι.

Ο Μπαρτομέου και το ζητούμενο

 H νυν διοίκηση της Μπαρτσελόνα την πρόσφατη πενταετία καταπάτησε κάθε μία από τις αρχές και τις αξίες που γιγάντωσαν τον σύλλογο (αναζητώ το «Μés que un club») καταλήγοντας σε ένα καταστροφικό αδιέξοδο. Εχω να δω χαμογελαστό τον Μέσι, κάτι που μου θύμισε ο Μάρκος, από το 2017, σεζόν που αποχώρησε ο Λουίς Ενρίκε. Το ποδόσφαιρο προσφέρει ευχαρίστηση πάνω απ’ όλα, είτε λαμβάνεις το απόλυτο μηδέν στο τέλος του μήνα είτε έναν νούμερο με κάμποσα μηδενικά.

Ο Αργεντινός σούπερ σταρ έχοντας μπει στα 33, μετρώντας 35 συλλογικούς τίτλους και δύο-τρεις ντουζίνες ατομικά βραβεία, έπρεπε να παίζει και να το απολαμβάνει. Φευ! Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, ειδικά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, όπου η κουβέντα στην Βαρκελώνη γίνεται με επίκεντρο τη διοίκηση και τις επιλογές της. Η ομάδα αφέθηκε στην τύχη της και στις διαθέσεις ορισμένων παικτών, για τους οποίους έφτασε ο κόμπος στο χτένι τον Αύγουστο.

Η Μπάρσα όφειλε να σεβαστεί τον επί χρόνια ηγέτη και αρχηγό της, από την στιγμή που η ίδια τον άδειασε πρώτη (μείνει-φύγει). Η κόντρα που υφίσταται, οξύνει την αμυχή στον πληγωμένο εγωισμό των οπαδών και φυσικά μειώνει το πρεστίζ του κλαμπ. Ας μην ξεχνάμε πως οικονομικά, ακόμα και δίχως τα 722 εκατομμύρια της ρήτρας σε περίπτωση αποχώρησης, ο σύλλογος είναι κερδισμένος από την παρουσία του Αργεντινού σταρ όλα αυτά τα χρόνια. Αρα πρέπει να σεβαστεί τον εαυτό της και εν συνεχεία τον Μέσι, τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα του 21ου αιώνα.

Κάτι τελευταίο. Ως λάτρης της στρογγυλής θέας, θα ήθελα να δω τα 2-3 τελευταία παραγωγικά χρόνια του Μέσι σε ένα νέο περιβάλλον, που θα του προσφέρει πρωτίστως ψυχολογική και δευτερευόντως ποδοσφαιρική ελευθερία. Παράλληλα, μία πιθανή αποχώρησή του, να αποτελέσει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία αναζωογόνησης  για τον οργανισμό της Μπαρτσελόνα.

Ακούστε το τελευταίο επεισόδιο του Sports Journeys. Όλόκληρη την πρώτη σεζόν, θα τη βρείτε εδώ.