Εδώ ο κόσμος καίγεται…

… και εμείς ασχολούμαστε με το αν τα ρόστερ στον τελικό Κυπέλλου θα είναι περσινά ή φετινά.

Την ώρα που υπάρχουν χιλιάδες μετανάστες εγκαταλειμμένοι στην τύχη τους στη Λέσβο μετά την πυρκαγιά στο ΚΥΤ της Μόριας. Την στιγμή που η μία φωτιά διαδέχεται την άλλη στα ηπειρωτικά της χώρας καταστρέφοντας περιουσίες. Σε μία περίοδο που η μεγαλομανία του Ερντογάν δημιουργεί αναβρασμό στο Αιγαίο. Σε ένα χρονικό διάστημα όπου υπάρχει νέα έξαρση του κορωνοϊού, εμείς ασχολούμαστε με την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και τα καφριλίκια των συλλόγων.

Δεν γνωρίζω αλήθεια ποιος είναι ο ακριβής λόγος που συνθέτω τούτες τις αράδες. Το μόνο που ξέρω είναι πώς αφορμή αποτέλεσε το άκουσμα ενός τραγουδιού του Διονύση Σαββόπουλου. «Η Δημοσθένους Λέξις». Ετυχε να το ακούσω-θυμηθώ σε μία μικρή σκηνή κατά τη διάρκεια μίας σύντομης νυχτερινής εξόδου, με λήξη πριν από τις 12.00. Κάτι σκίρτησε μέσα μου, ίσως μια φλόγα που πάντοτε υπήρχε, όμως δεν της είχε δοθεί το απαραίτητο οξυγόνο ώστε να φουντώσει.

«Σαν βγω από αυτή τη φυλακή», ερμηνεύει ο αγαπημένος καλλιτέχνης στην πρώτη στροφή, αναφερόμενος στα χρόνια της… κρυστάλλινης κυβέρνησης των Συνταγματαρχών και τις ωμότητες τις οποίες βίωσε στο βασανιστήριο της Μπουμπουλίνας. Κόλλησα σε τούτο τον στίχο. Μπορώ να πω ότι αισθάνομαι και εγώ φυλακισμένος. Σε μία φυλακή χειρότερη από εκείνη που βίωσε ο κ. Σαββόπουλος και όσοι τόλμησαν να υψώσουν ανάστημα την περίοδο της διδακτορίας. Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί αν σήμερα ζούμε σε περίοδο δημοκρατίας; Ή για να το θέσω πιο «μαλακά», ο τρόπος που εκφράζεται εκείνη, μας καλύπτει;

Προσωπικά, δεν το αισθάνομαι. Δεν το ένιωσα ποτέ στα 28 χρόνια της ζωής μου για να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και τους αναγνώστες τούτων των γραμμών! Για πολλούς λόγους, μα κυριότερος η δομή του συστήματος. «Ποιος είσαι εσύ που θα τα βάλεις με το σύστημα», θυμάμαι τον παππού μου να μονολογεί σε μία αποστροφή του λόγου του, καθώς μας εξιστορούσε μία ωραία περιπέτειά του από τα τέλη της δεκαετίας του ’60.  Αναρωτιέμαι, άλλαξε ποτέ αυτή η κατάσταση, διότι έως σήμερα επικρατεί η προαναφερθείσα λογική. Η μαρκίζα διαφοροποιείται με το πέρασμα των χρόνων, όπως στα σχήματα των κέντρων νυχτερινής διασκεδάσεως.

Τα δικαιώματά μας περιορίζονται σε μία ψήφο. Κάθε τέσσερα χρόνια ή όποτε επιλέξει η εκάστοτε κυβέρνηση πως ήγγικεν η στιγμή να τονώσει την αυτοπεποίθησή της. Πόσο δημοκρατικό, λοιπόν, είναι αυτό; Πως μπορώ να διαχειριστώ το παρόν και το μέλλον με μία ψήφο; Με έναν σταυρό; Με έναν λευκό φάκελο που πέφτει σε μία κάλπη χωρίς να κάνει κρότο. Πόσο ενοχλητική τούτη η εκκωφαντική σιωπή που επικρατεί στις σχολικές αίθουσες που μετατρέπονται σε εκλογικά κέντρα και προσφάτως σε πεδία μάχης για το αν η χρήση μάσκας είναι αναγκαία. Ακουσον, άκουσον!

 Ή μήπως ποτέ δεν εξυπηρέτησαν κάποιο διαφορετικό σκοπό; Μήπως, λέω, αποτελούν μονίμως μια δεξαμενή παραγωγής «φυτών» (συμπεριλαμβανομένου εμού), που μαζικά συρρέουν όπου τους κατευθύνει το σύστημα. Πως δημιουργείται κριτική σκέψη μέσα από ένα σύστημα που για να επιτύχεις χρειάζεται άριστη γνώση της… παπαγαλίας; Όχι, αρνήθηκα να συμμετέχω σε αυτό και εξακολουθώ να αντιτάσσομαι σε δαύτη τη μαθησιακή τακτική!

Είκονες από το ΚΥΤ της Μόριας μετά την πυρκαγιά. Προσωπικά μου θυμίζει… πόλεμο

Εγραψα χαμηλά στις πανελλήνιες, όμως «κάτι» έγινα στη ζωή μου. Μικρό ή μεγάλο, φτωχό ή πλούσιο, ντυμένο ή γυμνό, είναι ζητήματα ήσσονος σημασίας. Εμαθα από έναν ορφανό πατέρα, οικοδόμο, που δεν έβγαλε καν το λύκειο, ότι για να κερδίσεις στη ζωή σου οφείλεις να παλεύεις καθημερινά. Να θέτεις στόχους, να πέφτεις, να χτυπάς, ώστε να μάθεις να αξιολογείς τα σωστά και τα λάθη σου, να δημιουργείς βάσεις για κάτι καλύτερο που αφορά όλους, όχι μόνο την πάρτη σου. Κανένα πανεπιστήμιο δεν σου μεταλαμπαδεύει τέτοιου είδους γνώσεις.

«Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει», αναφέρει ο Νίκος Καββαδίας, το ενστερνίζομαι. Με λεκιάζει η ιδέα πως η γενιά μου καταδικάστηκε από τις προηγούμενες και με αυτή τη δικαιολογία πορευόμαστε σε μία διαδρομή που «λίγοι» χάραξαν χωρίς να μας ρωτήσουν. Δεν γουστάρω να μπω σε αυτή τη ρότα, θέλω να θέσουμε τα δικά μας στάνταρ στην κοινωνία, μία κοινωνία που έμαθε να αφήνει τα παιδιά στον δρόμο. Πιστέψτέ με οι οικονομικές δυσκολίες δεν μας τρομάζουν, έτσι μεγαλώσαμε, υπό αυτές τις συνθήκες βγήκαμε στην αγορά εργασίας, έχουμε αντοχή. Το ζητούμενο είναι ότι δεν μπορούμε να τη μοιραστούμε.

«Μοιράζομαι», μεγάλη λέξη, που η σημασία της έχει μικρύνει όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια. Τη συναντώ καθημερινά μπροστά μου. Σε διαφημίσεις, σε τηλεοπτικά σποτ με στόχο τη συλλογή τροφίμων για τους μετανάστες και σε πολλές ακόμα εκφάνσεις της. Αλήθεια, εμείς μοιραζόμαστε και προσπαθούμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα, η κυβέρνηση που μας εκπροσωπεί τι μοιράζεται παρέα μας; Μονάχα ευθύνες…

«Ευθύνη», τεράστιο πράγμα στις μέρες μας. Ακόμα και αυτή, εν καιρώ πανδημίας τσαλακώθηκε από το κράτος, που φρόντισε πρωτίστως να αποθεώσει τα μέτρα που έλαβε. Δευτερευόντως πρόβαρε και ένα ευχαριστώ στον κόσμο, που προσπαθεί ν’ απορροφήσει τους κραδασμούς του lockdown, τρεις μήνες περίπου μετά την άρση του και όντας τσαλακωμένος οικονομικά.

Και κάπου εδώ επανέρχεται εκ νέου αυτή η εκκωφαντική σιωπή. Μα πόσο ενοχλητική είναι. Πόσο πληγώνει τον εγωισμό.

Εις το επανιδείν!

Εχε το νου σου στο παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα…

Ακούστε το τελευταίο επεισόδιο του Sports Journeys. Όλόκληρη την πρώτη σεζόν, θα τη βρείτε εδώ.